- φιλευριπίδης
- φῐλευρῑπίδης [pron. full] [ῐδ], ου, ὁ,A fond of Euripides, Plu.2.755b; name of a comedy by Axionicus, Ath.4.175b; by Philippides, Poll.9.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλευριπίδης — ὁ, Α 1. φίλος, θαυμαστής τού Ευριπίδου 2. ως κύριο όν. ὁ Φιλευριπίδης·τίτλος κωμωδίας τού Αξιονίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Εὐριπίδης] … Dictionary of Greek
φιλευριπίδην — φιλευριπίδης fond of Euripides masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλευριπίδῃ — φιλευριπίδης fond of Euripides masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)